- προβατικόν
- προβατικόςof sheepmasc acc sgπροβατικόςof sheepneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προβατικός — ή, ό / προβατικός, ή, όν, ΝΜΑ [πρόβατον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα πρόβατα ή στους τράγους, ο προβάτειος 2. φρ. «προβατική πύλη» εκκλ. πύλη στα Ιεροσόλυμα από την οποία περνούσαν τα πρόβατα που επρόκειτο να θυσιαστούν μσν. αρχ. 1. το… … Dictionary of Greek